- ἐξορᾶσθαι
- ἐξοράωsee from afarpres inf mpἐξοράωsee from afarpres inf midἐξοράωsee from afarpres inf mp (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξορώ — ἐξορῶ, άω (Α) [ορώ] 1. βλέπω μακριά 2. παθ. φαίνομαι από μακριά («ἐξορᾱσθαι τὸν στρατηγὸν ἐμφανῶς», Ευρ.) 3. βλέπω με γουρλωμένα μάτια … Dictionary of Greek